- σαρκοφυΐα
- η, ΝΑ [σαρκοφυῶ]η δημιουργία και ανάπτυξη νέου κοκκιώδους συνδετικού ιστού στην επιφάνεια ενός τραύματος ή ενός έλκους κατά την διεργασία επούλωσής του, αλλ. σαρκοπλασία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαρκοφυίαι — σαρκοφυίᾱͅ , σαρκοφυία growth of flesh fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκοπλασία — η, Ν βιολ. σαρκοφυΐα … Dictionary of Greek
σαρκοποίηση — η, Ν η σαρκοφυΐα … Dictionary of Greek
σκοπός — Ορεινός οικισμός (189 κάτ., υψόμ. 760 μ.), στην επαρχία Φλώρινας, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (106 τ. χλμ.,189 κάτ.). * * * (I) ο, ΝΑ, και σκοπός, ἡ, Α φρουρός νεοελλ. στρ. οπλίτης που τάσσεται σε ορισμένη θέση, τη… … Dictionary of Greek
σάρκωση — η 1. ανάπτυξη σάρκας, σαρκοφυΐα. 2. ενσάρκωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)